- κυμίνου
- κυμί̱νου , κύμινονcumminneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρναβάδιν — και καρναβάδιον, τὸ (Μ) είδος κύμινου ή δυόσμου … Dictionary of Greek
κυμινέλαιο — το χημ. ελαιώδες διαυγές υγρό άχρωμου ή κιτρινωπού χρώματος με οσμή κυμίνου και αρωματική γεύση καρυκεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cumin oil (< αρχ. αγγλ. cymen < λατ. cuminum < κύμινον) + oil (< μσν. αγγλ. oile <… … Dictionary of Greek
λαγοκύμινο — το (Α λαγοκύμινον) είδος κυμίνου … Dictionary of Greek
καρβόνη — Ακόρεστη τερπενική κετόνη, του τύπου C10H14O. Είναι άχρωμο έως ελαφρώς κίτρινο υγρό, με οσμή κύμινου, ενώ έχει σημείο τήξης 62°C και σημείο βρασμού 228°C. Η L μορφή της κ. είναι ελάχιστα διαδεδομένη στη φύση, αλλά η d μορφή της βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek